μαψαύρας

μαψαύρας
μαψαύ̱ρᾱς , μαψαῦραι
random breezes
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στόβος — ὁ, Α 1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα μ (βλ. και λ. στέμβω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”